- ηχομετρία
- η физ. звукометрия, измерение звуков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηχομετρία — η 1. (τεχν.) η τεχνική τής μέτρησης τού ήχου 2. φυσ. η συγκριτική μελέτη τής διάρκειας, τής έντασης και τού ύψους τών ήχων με τη βοήθεια ηχομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrie < sono < son «ήχος» + metrie… … Dictionary of Greek
ηχομετρία — η μέτρηση της έντασης, του ύψους και άλλων ιδιοτήτων του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ηχόμετρο ή στην ηχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrique < sono < son «ήχος» + metrique (πρβλ. μετρικός)] … Dictionary of Greek